- αλαργοτάξιδος
- -η, -οαυτός που ταξιδεύει μακριά: Μπαρκάρισε σε καράβι αλαργοτάξιδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + ταξίδι] … Dictionary of Greek
αλάργος — ο ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος] … Dictionary of Greek